Μικρές Δεξαμενές Μελάνης – Erri de Luca, «Το βάρος της πεταλούδας»
Περιγραφή
Η μάνα του είχε χτυπηθεί από τα σκάγια του κυνηγού. Στα ρουθούνια του, ρουθούνια μικρού ζώου, σφηνώθηκε μια μυρωδιά από άνθρωπο και μπαρούτι.
Αλώνιζε τα βουνά με ένα τρακοσάρι Μάγκνουμ και σφαίρες των έντεκα γραμμαρίων. Ηταν πια σε προχωρημένη ηλικία, ένα μεγάλο μέρος της ζωής του το ‘ζησε σκαρφαλωμένος στο βουνό, κυνηγώντας παράνομα. Είχε αποσυρθεί και έκανε εκείνο το επάγγελμα, αφού πέρασε τα νιάτα του στην πόλη, ανάμεσα στους επαναστάτες, ώσπου ξεστράτισε ολότελα.
Τα είχε δει να πηδούν πιλαλώντας στους γκρεμούς, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, εκτελώντας την ίδια ακριβώς ακολουθία βημάτων, το σαΐτεμά τους απ’ τη μία προεξοχή στην άλλη. Το άλμα τους ήταν ένα μπάλωμα ανάμεσα στις δύο άκριες, μια βελονιά πάνω από το κενό.
Παρέμεινε όρθιος με το ζώο στη ράχη ν’ αφουγκραστεί αν το σώμα άντεχε. Μια λευκή πεταλούδα πέταξε πάνω του κι ολόγυρα του. Χόρεψε μπροστά στα μάτια του άντρα και τα βλέφαρα του βάρυναν. Κοφίνια γεμάτα ξύλα, ζώα που κουβάλησε στις πλάτες, στηρίγματα απ’ όπου πιάστηκε με την τελευταία φάλαγγα των δαχτύλων: το βάρος των άγριων, μοναχικών χρόνων τού έφερνε το λογαριασμό πάνω στα φτερά μιας λευκής πεταλούδας. Κοίταξε το σπασμωδικό πέταγμα ολόγυρά του. Από τον ώμο του κρεμόταν ανάποδα το κεφάλι του αγριόγιδου. Το πέταγμα πήγε και στάθηκε πάνω στο αριστερό κέρατο. Αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να τη διώξει. Ήταν το πούπουλο που αθροιζόταν στο βάρος των χρόνων, αυτό που συντριβεί. Σκοτείνιασε η ανάσα του, τα πόδια σκλήρυναν, ο χτύπος των φτερών κι ο χτύπος του αίματος σταμάτησαν ταυτόχρονα. Το βάρος της πεταλούδας είχε καταλήξει στην καρδιά του, άδειο σαν μια κλειστή γροθιά. Σωριάστηκε καταγής με το αγριόγιδο στους ώμους, το πρόσωπο στο χώμα.