Μικρές Δεξαμενές Μελάνης – Ε.Χ.Γονατάς, «Ο ταξιδιώτης»
Περιγραφή
Ο νέος που σκότωσε τον Γίγαντα κι εξαφανίστηκε ύστερα, δίχως ποτέ κανένας να μάθει γι’ αυτόν, δεν ήταν όπως διέδωσε η φήμη κι όπως θα λέει αύριο η παράδοση αριστοκρατικής καταγωγής. Ήταν ένας άνθρωπος του λαού, που τον περίμενε ένα απίστευτο τέλος, κάποιος με πράσινη στρατιωτική ζακέτα χωρίς κουμπιά και κίτρινο φανελένιο παντελόνι.
Ο άνθρωπος αυτός, παρ’ όλες τις συμβουλές και τις παροτρύνσεις μας, δεν μας άκουσε. Έκανε λοιπόν, όπως πάντα, του κεφαλιού του. Και τον σκότωσε. Ύστερα από τον φόνο, όταν μάλιστα σε μια στιγμή πρόσεξε κάτι που δεν είχε από την αρχή προσέξει, τη σκιά του να χορεύει στους τοίχους σαν μεγάλο πουλί που όμοιό του ποτέ, όσο θυμόταν, δεν είχε συναπαντήσει στα κυνήγια του, ρίγος συγκλόνισε το κορμί του και άρχισε να τρέμει σαν τη φλόγα του κεριού στο σαμαντάνι, σαν την ίδια εκείνη φλόγα που έγινε η αρχή του μαρτυρίου του. Όμως μην τολμώντας να σβήσει το κερί του, κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού και κρέμασε απέξω μια παλιά πινακίδα, όπου είχε γράψει τα ακόλουθα:
Εγώ χτύπησα σήμερα τα μεσάνυχτα τον Γίγαντα, με δόλο απάνω στον ύπνο του, μεθυσμένον. Όμως φοβάμαι μήπως στο τέλος γλυτώσει. Κάτι ωστόσο μου λέει πως δε θα γλυτώσει. Δεν μπορεί, δεν πρέπει να μην τον έχω σκοτώσει. Όχι, τον έχω σκοτώσει για πάντα.
Η επιγραφή αυτή δε βρέθηκε ποτέ. Φαίνεται πως ένας διαβολεμένος άνεμος, που φύσηξε χαράματα, την ξεκόλλησε κι αφού τη στριφογύρισε στα στενά σοκάκια και στις εξοχές, ύστερα την έριξε μέσα στη λίμνη και χάθηκε.